προσελήφθη

προσελήφθη
προσλαμβάνω
take
aor ind pass 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γκίνης, Άγγελος — (Σπέτσες 1859 – Αθήνα 1928). Μηχανικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στα γερμανικά πολυτεχνεία της Δρέσδης και της Καρλσρούης (1877 81). Το 1881 επέστρεψε στην Ελλάδα και προσελήφθη ως νομομηχανικός και επιθεωρητής στην… …   Dictionary of Greek

  • Διασσωρίνος ή Διαστωρηνός, Ιάκωβος — (Ρόδος; – Λευκωσία 1563).Λόγιος. Σπούδασε στη Χίο, κοντά στον Λήσταρχο, και από την εποχή αυτή άρχισε να ασχολείται με τη συλλογή και την αντιγραφή αρχαίων χειρογράφων. Μεταξύ του 1543 και του 1545 εγκαταστάθηκε στη Βενετία, ενώ στη συνέχεια… …   Dictionary of Greek

  • Μελιδώνης — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821, από το Μελιδόνι Μυλοποτάμου της Κρήτης. 1. Αντώνιος ή Δάνδολος. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και χρησιμοποιήθηκε ως απεσταλμένος της στις υπόδουλες ελληνικές περιοχές. Με την έναρξη της Επανάστασης …   Dictionary of Greek

  • Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… …   Dictionary of Greek

  • Пангалос, Теодорос (политик) — Не следует путать с генералом Теодоросом Пангалосом. Теодорос Пангалос греч. Θεόδωρος Πάγκαλος …   Википедия

  • ζωγράφος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Γιατρός που καταγόταν από τα Καλάβρυτα, αλλά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Πάντοβα της Ιταλίας και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820, από τον μητροπολίτη Αθηνών, Διονύσιο. Κατά τη διάρκεια της …   Dictionary of Greek

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… …   Dictionary of Greek

  • μαρς — I (Mademoiselle Mars, Παρίσι 1779 – 1847). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού Αν Φρανσουά Ιπολίτ Μπουτέ (Anne Francoise Hippolyte Boutet). Προσελήφθη στην Κομεντί Φρανσέζ, στην οποία κατέλαβε προνομιούχα θέση ως πρωταγωνίστρια έως το… …   Dictionary of Greek

  • μαυρογένης — Επώνυμο επιφανούς οικογένειας από τις Κυκλάδες, η ακμή της οποίας τοποθετείται στα μέσα του 18ου αι. Πολλά μέλη της υπηρέτησαν τους Τούρκους και διορίστηκαν σε ανώτερα αξιώματα. 1. Αλέξανδρος (τέλη 19ου – αρχές 20ού αι.). Γιος του Σπυρίδωνα (11.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”